παραμονή

παραμονή
παραμονή η
канун праздника
Этим.
< дргр. παραμένω «оставаться, пребывать, находиться»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "παραμονή" в других словарях:

  • παραμονῇ — παραμονή obligation to continue in service fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονή — obligation to continue in service fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονή — η, ΝΜΑ [παραμένω] 1. το να βρίσκεται κανείς σε έναν τόπο συνεχώς, η διαμονή («γνώρισε πολλούς ανθρώπους κατά την παραμονή του στο εξωτερικό) 2. το να μένει κάποιος ή κάτι επί πολύ χρόνο στην ἴδια κατάσταση, διατήρηση (α. «η παραμονή του στην… …   Dictionary of Greek

  • παραμονή — η 1. διαμονή, αναμονή: Η παραμονή στον προθάλαμο του χειρουργείου είναι σκληρή δοκιμασία. 2. η προηγούμενη της γιορτής ή κάποιου γεγονότος: Την παραμονή των Χριστουγέννων η αγορά έχει μεγάλη κίνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραμονῆι — παραμονῇ , παραμονή obligation to continue in service fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμοναῖς — παραμονή obligation to continue in service fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμοναί — παραμονή obligation to continue in service fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονῆς — παραμονή obligation to continue in service fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονήν — παραμονή obligation to continue in service fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονῶν — παραμονή obligation to continue in service fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»